οφθαλμορρεπής: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
(30)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὀφθαλμορρεπής, -ές (Α)<br />αυτός που έχει οφθαλμούς στραμμένους [[προς]] τα [[κάτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀφθαλμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥέπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισο</i>-<i>ρρεπής</i>].
|mltxt=ὀφθαλμορρεπής, -ές (Α)<br />αυτός που έχει οφθαλμούς στραμμένους [[προς]] τα [[κάτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀφθαλμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥέπω]]), [[πρβλ]]. [[ισορρεπής]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:45, 10 May 2023

Greek Monolingual

ὀφθαλμορρεπής, -ές (Α)
αυτός που έχει οφθαλμούς στραμμένους προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + -ρρεπής (< ῥέπω), πρβλ. ισορρεπής].