πανθήρα: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία → and peace on earth and good will to men, and peace on earth and good will to all

Source
(30)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> η [[λεία]] του κυνηγού στο [[σύνολο]] της, ολόκληρη η [[λεία]] του κυνηγού<br /><b>2.</b> μεγάλο [[δίχτυ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θήρα]] «[[κυνήγι]]»].
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> η [[λεία]] του κυνηγού στο [[σύνολο]] της, ολόκληρη η [[λεία]] του κυνηγού<br /><b>2.</b> μεγάλο [[δίχτυ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θήρα]] «[[κυνήγι]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''πανθήρα:''' ἡ большая звероловная сеть Anth.
}}
}}

Revision as of 06:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανθήρα Medium diacritics: πανθήρα Low diacritics: πανθήρα Capitals: ΠΑΝΘΗΡΑ
Transliteration A: panthḗra Transliteration B: panthēra Transliteration C: panthira Beta Code: panqh/ra

English (LSJ)

ἡ, a birdcatcher's

   A whole (future) catch, Ulp. in Dig.19.1.11.18; cf. Lat. panthera, = rete aucupale, Gloss. (panther, = rete quoddam, Varro LL5.100).

German (Pape)

[Seite 460] ἡ, der ganze Fang, Pand.

Greek (Liddell-Scott)

πανθήρα: ἡ, σύμπασα ἡ λεία, Οὐλπιαν. ἐν τοῖς Πανδέκτ. ΙΙ. μέγα δίκτυον, Ἀνθ. Π. 9. 24· panthera, Ἰταλ. pantera, Varro L. L. 9. 55.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. η λεία του κυνηγού στο σύνολο της, ολόκληρη η λεία του κυνηγού
2. μεγάλο δίχτυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + θήρα «κυνήγι»].

Russian (Dvoretsky)

πανθήρα: ἡ большая звероловная сеть Anth.