παρεξηγώ: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source
(31)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω και παραξηγώ και παραξηγάω / παρεξηγοῡμαι -έομαι, ΝΜΑ<br />(νεοελλ. το ενεργ., μσν.-αρχ. το μέσ.) [[εξηγώ]] λανθασμένα, [[εννοώ]] εσφαλμένα, [[παρεννοώ]], [[παρερμηνεύω]] (α. «παρεξήγησες τα λεγόμενά μου» β. «παρεξηγεῑσθαι τὸν Ἀριστοτέλην», Σιμπλίκ. Ουρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (το ενεργ.) [[εκλαμβάνω]] [[κάτι]] ότι έγινε ή λέχθηκε από κακή [[πρόθεση]] [[εναντίον]] μου, [[αποδίδω]] εσφαλμένα, κακές προθέσεις σε κάποιον («παρεξήγησαν τους σκοπούς του»)<br /><b>2.</b> (το μέσ.) ψυχραίνομαι, δυσαρεστούμαι («παρεξηγήθηκαν για το [[τίποτε]] και δεν μιλιούνται»)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>παρεξηγημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i> και <i>παραξηγημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αδικημένος, παραγνωρισμένος («ήταν [[πάντοτε]] [[ένας]] παρεξηγημένος [[στοχαστής]] και [[καλλιτέχνης]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>παρεξηγοῦμαι</i> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐξηγοῦμαι</i>. Ο νεοελλ. τ. [[παρεξηγώ]] έχει σχηματιστεί από το αρχ. <i>παρεξηγοῦμαι</i> και μαρτυρείται από το 1870 στο περιοδικό (<i>Νέα</i>) <i>Πανδώρα</i>].
|mltxt=-έω και παραξηγώ και παραξηγάω / παρεξηγοῦμαι -έομαι, ΝΜΑ<br />(νεοελλ. το ενεργ., μσν.-αρχ. το μέσ.) [[εξηγώ]] λανθασμένα, [[εννοώ]] εσφαλμένα, [[παρεννοώ]], [[παρερμηνεύω]] (α. «παρεξήγησες τα λεγόμενά μου» β. «παρεξηγεῑσθαι τὸν Ἀριστοτέλην», Σιμπλίκ. Ουρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (το ενεργ.) [[εκλαμβάνω]] [[κάτι]] ότι έγινε ή λέχθηκε από κακή [[πρόθεση]] [[εναντίον]] μου, [[αποδίδω]] εσφαλμένα, κακές προθέσεις σε κάποιον («παρεξήγησαν τους σκοπούς του»)<br /><b>2.</b> (το μέσ.) ψυχραίνομαι, δυσαρεστούμαι («παρεξηγήθηκαν για το [[τίποτε]] και δεν μιλιούνται»)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>παρεξηγημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i> και <i>παραξηγημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αδικημένος, παραγνωρισμένος («ήταν [[πάντοτε]] [[ένας]] παρεξηγημένος [[στοχαστής]] και [[καλλιτέχνης]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>παρεξηγοῦμαι</i> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐξηγοῦμαι</i>. Ο νεοελλ. τ. [[παρεξηγώ]] έχει σχηματιστεί από το αρχ. <i>παρεξηγοῦμαι</i> και μαρτυρείται από το 1870 στο περιοδικό (<i>Νέα</i>) <i>Πανδώρα</i>].
}}
}}

Revision as of 16:45, 26 March 2021

Greek Monolingual

-έω και παραξηγώ και παραξηγάω / παρεξηγοῦμαι -έομαι, ΝΜΑ
(νεοελλ. το ενεργ., μσν.-αρχ. το μέσ.) εξηγώ λανθασμένα, εννοώ εσφαλμένα, παρεννοώ, παρερμηνεύω (α. «παρεξήγησες τα λεγόμενά μου» β. «παρεξηγεῑσθαι τὸν Ἀριστοτέλην», Σιμπλίκ. Ουρ.)
νεοελλ.
1. (το ενεργ.) εκλαμβάνω κάτι ότι έγινε ή λέχθηκε από κακή πρόθεση εναντίον μου, αποδίδω εσφαλμένα, κακές προθέσεις σε κάποιον («παρεξήγησαν τους σκοπούς του»)
2. (το μέσ.) ψυχραίνομαι, δυσαρεστούμαι («παρεξηγήθηκαν για το τίποτε και δεν μιλιούνται»)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παρεξηγημένος, -η, -ο και παραξηγημένος, -η, -ο
αδικημένος, παραγνωρισμένος («ήταν πάντοτε ένας παρεξηγημένος στοχαστής και καλλιτέχνης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παρεξηγοῦμαι < παρ(α)- + ἐξηγοῦμαι. Ο νεοελλ. τ. παρεξηγώ έχει σχηματιστεί από το αρχ. παρεξηγοῦμαι και μαρτυρείται από το 1870 στο περιοδικό (Νέα) Πανδώρα].