Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παρότρυνση: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(31)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[παρότρυνσις]], -ύνσεως, ΝΜ [[παροτρύνω]]<br />το να παροτρύνει [[κάποιος]] κάποιον [[άλλο]], [[προτροπή]], [[παρακίνηση]].
|mltxt=η / [[παρότρυνσις]], παροτρύνσεως, ΝΜ [[παροτρύνω]]<br />το να παροτρύνει [[κάποιος]] κάποιον [[άλλο]], [[προτροπή]], [[παρακίνηση]].
}}
}}

Latest revision as of 07:56, 3 June 2024

Greek Monolingual

η / παρότρυνσις, παροτρύνσεως, ΝΜ παροτρύνω
το να παροτρύνει κάποιος κάποιον άλλο, προτροπή, παρακίνηση.