παρότρυνσις
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
German (Pape)
[Seite 528] ἡ, das Antreiben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρότρυνσις: ἡ, παρόρμησις, παρακίνησις, πρὸς ἀποστασίαν παρότρυνσις Γεώργ. Παχυμ. ἐν βίῳ Ἀνδρονίκου Παλαιολ. σ. 39Ε.
Greek Monolingual
η / παρότρυνσις, παροτρύνσεως, ΝΜ παροτρύνω
το να παροτρύνει κάποιος κάποιον άλλο, προτροπή, παρακίνηση.