πασχίζω: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
(31)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜ και [[πασκίζω]], Ν<br />καταθάλλω [[κάθε]] δυνατή [[προσπάθεια]] για να επιτύχω [[κάτι]], [[μοχθώ]] («[[πασχίζω]] να τελειώσω [[μέχρι]] την καθορισμένη [[ημερομηνία]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἐπάσχισα</i> / <i>ἐπάσκισα</i>, νεώτ. αόρ. του [[πάσχω]] / [[πάσκω]], [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i> (<b>πρβλ.</b> [[χάσκω]] &GT; <i>ἐχάσκισα</i> &GT; <i>χασκίζω</i>)].
|mltxt=ΝΜ και [[πασκίζω]], Ν<br />καταθάλλω [[κάθε]] δυνατή [[προσπάθεια]] για να επιτύχω [[κάτι]], [[μοχθώ]] («[[πασχίζω]] να τελειώσω [[μέχρι]] την καθορισμένη [[ημερομηνία]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἐπάσχισα</i> / <i>ἐπάσκισα</i>, νεώτ. αόρ. του [[πάσχω]] / [[πάσκω]], [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i> (<b>πρβλ.</b> [[χάσκω]] > <i>ἐχάσκισα</i> > <i>χασκίζω</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 15:25, 15 January 2019

Greek Monolingual

ΝΜ και πασκίζω, Ν
καταθάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια για να επιτύχω κάτι, μοχθώπασχίζω να τελειώσω μέχρι την καθορισμένη ημερομηνία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐπάσχισα / ἐπάσκισα, νεώτ. αόρ. του πάσχω / πάσκω, κατά τα ρ. σε -ίζω (πρβλ. χάσκω > ἐχάσκισα > χασκίζω)].