Πελασγίς: Difference between revisions
From LSJ
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
(31) |
(3b) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-[[ίδος]] και [[Πελασγιάς]], -[[άδος]], ή, Α<br /><b>1.</b> Πελασγική<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] της Ήρας, στη Σάμο και στη [[Θεσσαλία]], [[καθώς]] και της Δήμητρος στο Άργος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Πελασγός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]]]. | |mltxt=-[[ίδος]] και [[Πελασγιάς]], -[[άδος]], ή, Α<br /><b>1.</b> Πελασγική<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] της Ήρας, στη Σάμο και στη [[Θεσσαλία]], [[καθώς]] και της Δήμητρος στο Άργος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Πελασγός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Πελασγίς:''' ίδος adj. f пеласгическая Her. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:24, 31 December 2018
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
c. Πελασγικός, Πελάσγιος.
Greek Monolingual
-ίδος και Πελασγιάς, -άδος, ή, Α
1. Πελασγική
2. προσωνυμία της Ήρας, στη Σάμο και στη Θεσσαλία, καθώς και της Δήμητρος στο Άργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πελασγός + επίθημα -ίς, -ίδος].
Russian (Dvoretsky)
Πελασγίς: ίδος adj. f пеласгическая Her.