πέπλιον: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
(31)
(nl)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[πεπλίς]]<br />υποκορ. του [[πεπλίς]].
|mltxt=τὸ, Α [[πεπλίς]]<br />υποκορ. του [[πεπλίς]].
}}
{{elnl
|elnltext=πέπλιον -ου, τό [πέπλος] wolfsmelk (plant).
}}
}}

Revision as of 07:48, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 560] τό, eine Art Wolfsmilch, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

πέπλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πέπλος, ἴδε πεπλίς.

Greek Monolingual

τὸ, Α πεπλίς
υποκορ. του πεπλίς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέπλιον -ου, τό [πέπλος] wolfsmelk (plant).