πεπνυμένως: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(31)
(3b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[σύνεση]], με [[φρόνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεπνυμένος</i>, μτχ. του [[πέπνυμαι]]].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[σύνεση]], με [[φρόνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεπνυμένος</i>, μτχ. του [[πέπνυμαι]]].
}}
{{elru
|elrutext='''πεπνῡμένως:''' рассудительно, разумно Democr.
}}
}}

Revision as of 01:52, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

πεπνῡμένως: Ἐπίρρ., συνετῶς, φρονίμως, Στοβ. Ἀνθ. 33 (;).

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με σύνεση, με φρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπνυμένος, μτχ. του πέπνυμαι].

Russian (Dvoretsky)

πεπνῡμένως: рассудительно, разумно Democr.