περιπίμπλαμαι: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(32)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />πληρούμαι από όλες τις πλευρές, [[τελείως]] («τὸ δὲ ξυγγενῆσαν τὸ [[χρῶμα]] λευκότητος περιεπλήσθη», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>πίμπλαμαι</i> «[[γεμίζω]]»].
|mltxt=Α<br />πληρούμαι από όλες τις πλευρές, [[τελείως]] («τὸ δὲ ξυγγενῆσαν τὸ [[χρῶμα]] λευκότητος περιεπλήσθη», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>πίμπλαμαι</i> «[[γεμίζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιπίμπλαμαι:''' αόρ. αʹ <i>περιε-πλήσθην</i>, Παθ., πληρούμαι, [[γεμίζω]] εντελώς, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 01:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπίμπλαμαι Medium diacritics: περιπίμπλαμαι Low diacritics: περιπίμπλαμαι Capitals: ΠΕΡΙΠΙΜΠΛΑΜΑΙ
Transliteration A: peripímplamai Transliteration B: peripimplamai Transliteration C: peripimplamai Beta Code: peripi/mplamai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be filled full of. λευκότητος περιεπλήσθη Pl.Tht.156e: abs., περιεπλήσθη ἡ οἰκία X.HG3.2.28.

Greek (Liddell-Scott)

περιπίμπλαμαι: πληροῦμαι ἐντελῶς, λευκότητος περιεπλήσθη Πλάτ. Θεαίτ. 156Ε· ἀπολ., περιεπλήσθη ἡ οἰκία Ξεν. Ἑλλ. 3, 2. 28.

Greek Monolingual

Α
πληρούμαι από όλες τις πλευρές, τελείως («τὸ δὲ ξυγγενῆσαν τὸ χρῶμα λευκότητος περιεπλήσθη», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πίμπλαμαι «γεμίζω»].

Greek Monotonic

περιπίμπλαμαι: αόρ. αʹ περιε-πλήσθην, Παθ., πληρούμαι, γεμίζω εντελώς, σε Ξεν.