περιωθώ: Difference between revisions

From LSJ
(32)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, Α<br /><b>1.</b> [[σπρώχνω]] κάποιον ή [[κάτι]] εδώ κι [[εκεί]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>περιωθοῡμαι</i><br />α) αποδιώχνομαι από μια [[θέση]], εκτοπίζομαι («ἀσθενὲς ὂν περιωθεῑται ὑπὸ τοῡ βιαιοτέρου», Διον. Αλ.)<br />β) αποβάλλομαι, εξορίζομαι<br />γ) <b>μτφ.</b> [[χάνω]] την [[εύνοια]] κάποιου, περιφρονούμαι («μὴ τοῑς τῶνδε λόγοις περιωσθῶμεν ἐν ὑμῑν», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ὠθῶ</i> «[[σπρώχνω]]»].
|mltxt=-έω, Α<br /><b>1.</b> [[σπρώχνω]] κάποιον ή [[κάτι]] εδώ κι [[εκεί]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>περιωθοῡμαι</i><br />α) αποδιώχνομαι από μια [[θέση]], εκτοπίζομαι («ἀσθενὲς ὂν περιωθεῑται ὑπὸ τοῦ βιαιοτέρου», Διον. Αλ.)<br />β) αποβάλλομαι, εξορίζομαι<br />γ) <b>μτφ.</b> [[χάνω]] την [[εύνοια]] κάποιου, περιφρονούμαι («μὴ τοῑς τῶνδε λόγοις περιωσθῶμεν ἐν ὑμῑν», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ὠθῶ</i> «[[σπρώχνω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:55, 15 February 2019

Greek Monolingual

-έω, Α
1. σπρώχνω κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί
2. παθ. περιωθοῡμαι
α) αποδιώχνομαι από μια θέση, εκτοπίζομαι («ἀσθενὲς ὂν περιωθεῑται ὑπὸ τοῦ βιαιοτέρου», Διον. Αλ.)
β) αποβάλλομαι, εξορίζομαι
γ) μτφ. χάνω την εύνοια κάποιου, περιφρονούμαι («μὴ τοῑς τῶνδε λόγοις περιωσθῶμεν ἐν ὑμῑν», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὠθῶ «σπρώχνω»].