πιθηκοειδής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
(32)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές ΝΑ<br />αυτός που [[είναι]] όμοιος με πίθηκο, που ανήκει στο [[γένος]] τών πιθήκων («περὶ δὲ τῶν πιθηκοειδῶν ζώων [[ὕστερον]] διορισθήσεται», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίθηκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
|mltxt=-ές ΝΑ<br />αυτός που [[είναι]] όμοιος με πίθηκο, που ανήκει στο [[γένος]] τών πιθήκων («περὶ δὲ τῶν πιθηκοειδῶν ζώων [[ὕστερον]] διορισθήσεται», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίθηκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''πῐθηκοειδής:''' похожий на обезьяну, обезьяноподобный Arst.
}}
}}

Revision as of 02:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐθηκοειδής Medium diacritics: πιθηκοειδής Low diacritics: πιθηκοειδής Capitals: ΠΙΘΗΚΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: pithēkoeidḗs Transliteration B: pithēkoeidēs Transliteration C: pithikoeidis Beta Code: piqhkoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A ape-like, Arist.HA498b15, Gal.2.545.

German (Pape)

[Seite 613] ές, affenähnlich, affenarsig, Arist. H. A. 2, 1 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πῐθηκοειδής: -ές, ὅμοιος πιθήκῳ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 16, Γαλην.

Greek Monolingual

-ές ΝΑ
αυτός που είναι όμοιος με πίθηκο, που ανήκει στο γένος τών πιθήκων («περὶ δὲ τῶν πιθηκοειδῶν ζώων ὕστερον διορισθήσεται», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος + -ειδής].

Russian (Dvoretsky)

πῐθηκοειδής: похожий на обезьяну, обезьяноподобный Arst.