πήσσω: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal

Source
(32)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. πήττω Α<br /><b>βλ.</b> [[πήγνυμι]].
|mltxt=και αττ. τ. πήττω Α<br /><b>βλ.</b> [[πήγνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''πήσσω:''' атт. πήττω Sext. = [[πήγνυμι]].
}}
}}

Revision as of 14:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πήσσω Medium diacritics: πήσσω Low diacritics: πήσσω Capitals: ΠΗΣΣΩ
Transliteration A: pḗssō Transliteration B: pēssō Transliteration C: pisso Beta Code: ph/ssw

English (LSJ)

Att. πήττω, later form for πήγνυμι, LXX Si.14.24, Ph.1.420, Dsc.4.188, Arr.Epict.1.19.4, S.E.M.9.247, (κατα-) Str.4.3.5, D.H.3.22 : impf.

   A ἔπησσον Satyr.1 :—Pass. πήττομαι Antig.Mir.174, Str.13.4.14, 7.3.18 (συμ-).

German (Pape)

[Seite 611] attisch -ττω, = πήγνυμι; πηλόν, S. Emp. adv. phys. 1, 217; Diosc. u. a. Sp. S. περιπ.

Greek (Liddell-Scott)

πήσσω: Ἀττ. πήττω, (κοινῶς «πήζω») μεταγεν. τύπος τοῦ πήγνυμι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 247, (κατα-) Στράβ. 194, Διον. Ἁλ. 3. 22· παρατ. ἔπησσον Ἀθήν. 534C. ― Παθ., πήττομαι Στράβ. 629, πρβλ. 307. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 162 κἑξ.

Greek Monolingual

και αττ. τ. πήττω Α
βλ. πήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

πήσσω: атт. πήττω Sext. = πήγνυμι.