πολυτοκία: Difference between revisions
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
(33) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ [[πολύτοκος]]<br />η [[ιδιότητα]] του πολυτόκου, το να γεννάει [[κανείς]] [[πολλά]] [[παιδιά]] [[είτε]] σε έναν τοκετό [[είτε]] επανειλημμένως («ὤστε καὶ δύο τεκεῖν ἐν ἡμέρᾳ, [[μετὰ]] τὴν πολυτοκίαν ἀπέθανον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ευφορία]], [[γονιμότητα]]. | |mltxt=η, ΝΑ [[πολύτοκος]]<br />η [[ιδιότητα]] του πολυτόκου, το να γεννάει [[κανείς]] [[πολλά]] [[παιδιά]] [[είτε]] σε έναν τοκετό [[είτε]] επανειλημμένως («ὤστε καὶ δύο τεκεῖν ἐν ἡμέρᾳ, [[μετὰ]] τὴν πολυτοκίαν ἀπέθανον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ευφορία]], [[γονιμότητα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυτοκία:''' ἡ плодовитость (τῶν ἀλεκτορίδων Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A fecundity, Arist.GA750a28,771a16.
German (Pape)
[Seite 675] ἡ, das Vielgebären, Arist. gen. an. 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠτοκία: τὸ πολλὰ τίκτειν, γονιμότης, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 16., 4. 4, 13.
Greek Monolingual
η, ΝΑ πολύτοκος
η ιδιότητα του πολυτόκου, το να γεννάει κανείς πολλά παιδιά είτε σε έναν τοκετό είτε επανειλημμένως («ὤστε καὶ δύο τεκεῖν ἐν ἡμέρᾳ, μετὰ τὴν πολυτοκίαν ἀπέθανον», Αριστοτ.)
νεοελλ.
μτφ. ευφορία, γονιμότητα.
Russian (Dvoretsky)
πολυτοκία: ἡ плодовитость (τῶν ἀλεκτορίδων Arst.).