3,277,719
edits
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, και δωρ. τ. [[ποτάγορος]], Α<br /><b>1.</b> αυτός που προσαγορεύει, που προσφωνεί κάποιον («παλλάδος θεᾱς [[ὅπως]] ἱκοίμην εὐγμάτων [[προσήγορος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τις μαντικές βαλανιδιές της Δωδώνης) αυτές που απευθύνουν τον λόγο στους θεωρούς, που με το θρόισμά τους εκφωνούν χρησμούς («αἱ προσήγοροι δρύες», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ευπροσήγορος]], [[ομιλητικός]] («φίλους τε καὶ προσηγόρους ἀλλήλοις [[γίγνεσθαι]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κατάλληλος]], [[ταιριαστός]] («[[πάντα]] προσήγυρα καὶ ῥητὰ πρὸς ἄλληλα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[οικείος]], [[γνωστός]] («φωνὴν προσήγορον τοῑς ἅγίοις», Μέγ. Βασ.)<br /><b>6.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) α) αυτός τον οποίο προσφωνούν («τῷ [[προσήγορος]]» <b>Σοφ.</b>)<br />β) αποκαλούμενος, ονομαζόμενος («[[πόλις]] δὲ Μυσῶν Μυσία [[προσήγορος]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- / <i>ποτ</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[ποτί]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορεύω]]) με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>πρβλ.</b> <i>συν</i>-<i>ήγορος</i>)]. | |mltxt=-ον, και δωρ. τ. [[ποτάγορος]], Α<br /><b>1.</b> αυτός που προσαγορεύει, που προσφωνεί κάποιον («παλλάδος θεᾱς [[ὅπως]] ἱκοίμην εὐγμάτων [[προσήγορος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τις μαντικές βαλανιδιές της Δωδώνης) αυτές που απευθύνουν τον λόγο στους θεωρούς, που με το θρόισμά τους εκφωνούν χρησμούς («αἱ προσήγοροι δρύες», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ευπροσήγορος]], [[ομιλητικός]] («φίλους τε καὶ προσηγόρους ἀλλήλοις [[γίγνεσθαι]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κατάλληλος]], [[ταιριαστός]] («[[πάντα]] προσήγυρα καὶ ῥητὰ πρὸς ἄλληλα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[οικείος]], [[γνωστός]] («φωνὴν προσήγορον τοῑς ἅγίοις», Μέγ. Βασ.)<br /><b>6.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) α) αυτός τον οποίο προσφωνούν («τῷ [[προσήγορος]]» <b>Σοφ.</b>)<br />β) αποκαλούμενος, ονομαζόμενος («[[πόλις]] δὲ Μυσῶν Μυσία [[προσήγορος]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- / <i>ποτ</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[ποτί]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορεύω]]) με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>πρβλ.</b> <i>συν</i>-<i>ήγορος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσήγορος:''' Δωρ. [[ποτάγορος]], -ον ([[ἀγορεύω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> προσαγορεύων, προσφωνών, <i>αἱπροσήγοραι δρύες</i>, οι ομιλούσες δρύες, σε Αισχύλ.· <i>τί ἐμοὶ προσήγορον;</i> ποια [[λέξη]] με προσφωνεί, δηλ. προσφωνείται από μένα; σε Σοφ.· με [[διπλή]] γεν., Παλλάδος εὐγμάτων [[προσήγορος]], απευθύνει ευχές σ' αυτή, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[ομιλητικός]], [[ευπροσήγορος]], κοινωνικά [[αποδεκτός]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα, [[σύμφωνος]], αρμόζων, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., τῷ [[προσήγορος]]; από ποιον προσφωνήθηκε; σε Σοφ. | |||
}} | }} |