Anonymous

προσήγορος: Difference between revisions

From LSJ
34
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> qui adresse la parole à ; <i>en parl. de la parole elle-même</i> qui s’adresse à, τινι ; qui salue, qui invoque, gén.;<br /><b>II. 1</b> à qui on adresse la parole ; abordable;<br /><b>2</b> à qui on parle familièrement, familier, intime.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀγορά]].
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> qui adresse la parole à ; <i>en parl. de la parole elle-même</i> qui s’adresse à, τινι ; qui salue, qui invoque, gén.;<br /><b>II. 1</b> à qui on adresse la parole ; abordable;<br /><b>2</b> à qui on parle familièrement, familier, intime.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀγορά]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, και δωρ. τ. [[ποτάγορος]], Α<br /><b>1.</b> αυτός που προσαγορεύει, που προσφωνεί κάποιον («παλλάδος θεᾱς [[ὅπως]] ἱκοίμην εὐγμάτων [[προσήγορος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τις μαντικές βαλανιδιές της Δωδώνης) αυτές που απευθύνουν τον λόγο στους θεωρούς, που με το θρόισμά τους εκφωνούν χρησμούς («αἱ προσήγοροι δρύες», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ευπροσήγορος]], [[ομιλητικός]] («φίλους τε καὶ προσηγόρους ἀλλήλοις [[γίγνεσθαι]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κατάλληλος]], [[ταιριαστός]] («[[πάντα]] προσήγυρα καὶ ῥητὰ πρὸς ἄλληλα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[οικείος]], [[γνωστός]] («φωνὴν προσήγορον τοῑς ἅγίοις», Μέγ. Βασ.)<br /><b>6.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) α) αυτός τον οποίο προσφωνούν («τῷ [[προσήγορος]]» <b>Σοφ.</b>)<br />β) αποκαλούμενος, ονομαζόμενος («[[πόλις]] δὲ Μυσῶν Μυσία [[προσήγορος]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- / <i>ποτ</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[ποτί]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορεύω]]) με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>πρβλ.</b> <i>συν</i>-<i>ήγορος</i>)].
}}
}}