προώδων: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
(35)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proodon
|Transliteration C=proodon
|Beta Code=prow/dwn
|Beta Code=prow/dwn
|Definition== <b class="b3">προόδους</b> (q.v.), <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span>p.101</span> B.
|Definition== [[προόδους]] (q.v.), <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span>p.101</span> B.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:30, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προώδων Medium diacritics: προώδων Low diacritics: προώδων Capitals: ΠΡΟΩΔΩΝ
Transliteration A: proṓdōn Transliteration B: proōdōn Transliteration C: proodon Beta Code: prow/dwn

English (LSJ)

= προόδους (q.v.), Phryn.PSp.101 B.

German (Pape)

[Seite 801] = προόδους; Phryn. in B. A. 58 erklärt ἡ προέχουσα εἰς τὸ ἔξω μέρος τοὺς ὀδόντας.

Greek (Liddell-Scott)

προώδων: «ὁ τοὺς ὀδόντας ἐξωτέρω ἔχων τοῦ δέοντος» Εὐστ. 1872. 33, Φώτ., Α. Β. 58. 21, πρβλ. προόδους.

Greek Monolingual

-οντος, ὁ, ἡ, ΜΑ
αυτός του οποίου τα δόντια εξέχουν προς τα έξω, ο προόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -ώδων (< ὀδών / ὀδούς), πρβλ. αμφ-ώδων. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].