πρωτοετής: Difference between revisions

From LSJ

ὡς τρὶς ἂν παρ' ἀσπίδα στῆναι θέλοιμ' ἂν μᾶλλον ἢ τεκεῖν ἅπαξ → I would rather stand three times with a shield in battle than give birth once

Source
(35)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που διανύει το πρώτο [[έτος]] φοίτησης σε μία ανώτατη [[σχολή]] («[[πρωτοετής]] [[φοιτητής]] της ιατρικής»)<br /><b>2.</b> (για μαθητές) αυτός που για πρώτη [[φορά]] φοιτά σε μία [[τάξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ετής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έτος]]), <b>πρβλ.</b> <i>δευτερο</i>-<i>ετής</i>].
|mltxt=-ές, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που διανύει το πρώτο [[έτος]] φοίτησης σε μία ανώτατη [[σχολή]] («[[πρωτοετής]] [[φοιτητής]] της ιατρικής»)<br /><b>2.</b> (για μαθητές) αυτός που για πρώτη [[φορά]] φοιτά σε μία [[τάξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ετής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έτος]]), [[πρβλ]]. [[δευτεροετής]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 10 May 2023

Greek Monolingual

-ές, Ν
1. αυτός που διανύει το πρώτο έτος φοίτησης σε μία ανώτατη σχολήπρωτοετής φοιτητής της ιατρικής»)
2. (για μαθητές) αυτός που για πρώτη φορά φοιτά σε μία τάξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -ετής (< έτος), πρβλ. δευτεροετής].