πυκτεῖον: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(35)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />τὸ, Α [[πυκτεύω]]<br />[[τόπος]] όπου αγωνίζονταν οι πυγμάχοι.———————— <b>(II)</b><br />τὸ, Α [[πυκτή]]<br />[[τόπος]] εναπόθεσης τών πινακιδίων.
|mltxt=<b>(I)</b><br />τὸ, Α [[πυκτεύω]]<br />[[τόπος]] όπου αγωνίζονταν οι πυγμάχοι.<br /> <b>(II)</b><br />τὸ, Α [[πυκτή]]<br />[[τόπος]] εναπόθεσης τών πινακιδίων.
}}
}}

Revision as of 11:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυκτεῖον Medium diacritics: πυκτεῖον Low diacritics: πυκτείον Capitals: ΠΥΚΤΕΙΟΝ
Transliteration A: pykteîon Transliteration B: pykteion Transliteration C: pykteion Beta Code: puktei=on

English (LSJ)

τό,

   A boxing-ring, Suid.    II (Πυκτός = πτυκτός) book-case, Zonar.

German (Pape)

[Seite 816] τό, Ort od. Kampfplatz für Faustkämpfer, u. von πυκτός, Bücherschrank, Suid., zw.

Greek (Liddell-Scott)

πυκτεῖον: τό, (πυκτεύω) «τόπος ἐν ᾧ πύκται ἀγωνίζονται» Σουΐδ. ἐν λ. πύκτης. ΙΙ. (πυκτὸς) «ἐν ᾧ εἰσι τὰ πυκτία», δηλ. τὰ πινακίδια, Ζωναρ. 1597, ἴδε Σουΐδ. ἐν λ. πύκτης.

Greek Monolingual

(I)
τὸ, Α πυκτεύω
τόπος όπου αγωνίζονταν οι πυγμάχοι.
(II)
τὸ, Α πυκτή
τόπος εναπόθεσης τών πινακιδίων.