πυρρόθριξ: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
(35)
(6)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ότριχος, ὁ, ἡ, ΝΑ<br /><b>βλ.</b> [[πυρρότριχος]].
|mltxt=-ότριχος, ὁ, ἡ, ΝΑ<br /><b>βλ.</b> [[πυρρότριχος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πυρρόθριξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει κόκκινα μαλλιά, σε Σόλωνα.
}}
}}

Revision as of 01:36, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

πυρρόθριξ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πυρρὰν κόμην, διάφ. γραφ. Σόλων 24, Ἀριστ. Προβλ. 38. 2.

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux roux.
Étymologie: πυρρός, θρίξ.

Greek Monolingual

-ότριχος, ὁ, ἡ, ΝΑ
βλ. πυρρότριχος.

Greek Monotonic

πυρρόθριξ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει κόκκινα μαλλιά, σε Σόλωνα.