πυρρόθριξ: Difference between revisions
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
(35) |
(6) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ότριχος, ὁ, ἡ, ΝΑ<br /><b>βλ.</b> [[πυρρότριχος]]. | |mltxt=-ότριχος, ὁ, ἡ, ΝΑ<br /><b>βλ.</b> [[πυρρότριχος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πυρρόθριξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει κόκκινα μαλλιά, σε Σόλωνα. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
πυρρόθριξ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πυρρὰν κόμην, διάφ. γραφ. Σόλων 24, Ἀριστ. Προβλ. 38. 2.
French (Bailly abrégé)
ότριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux roux.
Étymologie: πυρρός, θρίξ.
Greek Monolingual
-ότριχος, ὁ, ἡ, ΝΑ
βλ. πυρρότριχος.
Greek Monotonic
πυρρόθριξ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει κόκκινα μαλλιά, σε Σόλωνα.