πυρρόθριξ

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρρόθριξ Medium diacritics: πυρρόθριξ Low diacritics: πυρρόθριξ Capitals: ΠΥΡΡΟΘΡΙΞ
Transliteration A: pyrróthrix Transliteration B: pyrrothrix Transliteration C: pyrrothriks Beta Code: purro/qric

English (LSJ)

gen. -τριχος, ὁ, ἡ, red-haired, Sol. 22 (v.l.), Arist. Pr. 966b33.

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux roux.
Étymologie: πυρρός, θρίξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρρόθριξ -τριχος en πυρσόθριξ -τριχος [πυρρός, θρίξ] met rossig haar.

German (Pape)

τριχος, mit rötlichem Haare, Eur. I.A. 225.

Russian (Dvoretsky)

πυρρόθριξ: τρῐχος adj.
1 рыжеволосый Arst.;
2 темно-рыжий, гнедой (πῶλοι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

πυρρόθριξ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πυρρὰν κόμην, διάφ. γραφ. Σόλων 24, Ἀριστ. Προβλ. 38. 2.

Greek Monolingual

-ότριχος, ὁ, ἡ, ΝΑ
βλ. πυρρότριχος.

Greek Monotonic

πυρρόθριξ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει κόκκινα μαλλιά, σε Σόλωνα.

Middle Liddell

red-haired, Solon.

Mantoulidis Etymological

(=κοκκινομάλλης). Ἀπό τό πυρρός (=κόκκινος, ξανθός) + θρίξ, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πῦρ.