πυρπολικός: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
(35)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πυρπόληση]] ή αυτός που προξενεί [[πυρπόληση]], [[εμπρηστικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[πυρπολικό]]<br /><b>ναυτ.</b> [[πλοίο]] που χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες εποχές, από την κλασσική [[αρχαιότητα]] [[μέχρι]] και τον 19ο αιώνα, το οποίο, γεμισμένο με εύφλεκτα υλικά, προσκολλούνταν στα ξύλινα πλοία της εποχής του, αναφλεγόταν και τά πυρπολούσε, κν. [[μπουρλότο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρπολώ]]. Ο ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. <i>πυρπολικόν</i> μαρτυρείται από το 1825 στην [[εφημερίδα]] <i>Ελληνικά Χρονικά</i>].
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πυρπόληση]] ή αυτός που προξενεί [[πυρπόληση]], [[εμπρηστικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[πυρπολικό]]<br /><b>ναυτ.</b> [[πλοίο]] που χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες εποχές, από την κλασσική [[αρχαιότητα]] [[μέχρι]] και τον 19ο αιώνα, το οποίο, γεμισμένο με εύφλεκτα υλικά, προσκολλούνταν στα ξύλινα πλοία της εποχής του, αναφλεγόταν και τά πυρπολούσε, κν. [[μπουρλότο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρπολώ]]. Ο ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. <i>πυρπολικόν</i> μαρτυρείται από το 1825 στην [[εφημερίδα]] <i>Ελληνικά Χρονικά</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρπόληση ή αυτός που προξενεί πυρπόληση, εμπρηστικός
2. το ουδ. ως ουσ. το πυρπολικό
ναυτ. πλοίο που χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες εποχές, από την κλασσική αρχαιότητα μέχρι και τον 19ο αιώνα, το οποίο, γεμισμένο με εύφλεκτα υλικά, προσκολλούνταν στα ξύλινα πλοία της εποχής του, αναφλεγόταν και τά πυρπολούσε, κν. μπουρλότο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρπολώ. Ο ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. πυρπολικόν μαρτυρείται από το 1825 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].