Πύρρος: Difference between revisions

From LSJ

χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn

Source
(35)
(4)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[βασιλιάς]] της Ηπείρου, [[γιος]] του Αιακίδη και της Φθίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρρός]] «[[ερυθρός]], [[κοκκινομάλλης]]», με αναβιβασμό του τόνου].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[βασιλιάς]] της Ηπείρου, [[γιος]] του Αιακίδη και της Φθίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρρός]] «[[ερυθρός]], [[κοκκινομάλλης]]», με αναβιβασμό του τόνου].
}}
{{elru
|elrutext='''Πύρρος:''' ου ὁ (дор. gen. Πύρρω) Пирр<br /><b class="num">1)</b> сын Ахилла и Деидамаи, т. е. [[Νεοπτόλεμος]] Hom.;<br /><b class="num">2)</b> царь Эпира, воевавший с Римом и погибший при осаде Аргоса в 272 г. до н. э. Plut.
}}
}}

Revision as of 03:16, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Pyrrhos (Pyrrhus) :
1 fils de Néoptolème;
2 roi d’Épire;
3 anc. n. de Néoptolémos, fils d’Achille;
4 autres.
Étymologie: πυρρός.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
βασιλιάς της Ηπείρου, γιος του Αιακίδη και της Φθίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινομάλλης», με αναβιβασμό του τόνου].

Russian (Dvoretsky)

Πύρρος: ου ὁ (дор. gen. Πύρρω) Пирр
1) сын Ахилла и Деидамаи, т. е. Νεοπτόλεμος Hom.;
2) царь Эпира, воевавший с Римом и погибший при осаде Аргоса в 272 г. до н. э. Plut.