ρετσίνα: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
(36)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ρητίνη]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ελληνικό [[κρασί]] που παρασκευάζεται αποκλειστικά στην [[Ελλάδα]] από [[γλεύκος]] διαφόρων σταφυλιών στο οποίο προστίθεται [[κατά]] την [[έναρξη]] της ζύμωσης 2%-3% [[ρετσίνι]] πεύκων για τη [[δημιουργία]] της ιδιαίτερης γεύσης του («[[ρετσίνα]] μου αγνή, [[αγάπη]] μου ξανθιά, κεχριμπαρένια»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> μσν. λατ. <i>resina</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[ῥητίνη]])].———————— <b>(II)</b><br />η, Ν<br />[[είδος]] βαμβακερού υφάσματος κατώτερης ποιότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ύφασμα ονομάστηκε [[έτσι]] από τον υφαντουργό εργοστασιάρχη Θ. Ρετσίνα, που το πρωτοκατασκεύασε].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ρητίνη]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ελληνικό [[κρασί]] που παρασκευάζεται αποκλειστικά στην [[Ελλάδα]] από [[γλεύκος]] διαφόρων σταφυλιών στο οποίο προστίθεται [[κατά]] την [[έναρξη]] της ζύμωσης 2%-3% [[ρετσίνι]] πεύκων για τη [[δημιουργία]] της ιδιαίτερης γεύσης του («[[ρετσίνα]] μου αγνή, [[αγάπη]] μου ξανθιά, κεχριμπαρένια»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> μσν. λατ. <i>resina</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[ῥητίνη]])].<br /> <b>(II)</b><br />η, Ν<br />[[είδος]] βαμβακερού υφάσματος κατώτερης ποιότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ύφασμα ονομάστηκε [[έτσι]] από τον υφαντουργό εργοστασιάρχη Θ. Ρετσίνα, που το πρωτοκατασκεύασε].
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
1. η ρητίνη
2. συνεκδ. ελληνικό κρασί που παρασκευάζεται αποκλειστικά στην Ελλάδα από γλεύκος διαφόρων σταφυλιών στο οποίο προστίθεται κατά την έναρξη της ζύμωσης 2%-3% ρετσίνι πεύκων για τη δημιουργία της ιδιαίτερης γεύσης του («ρετσίνα μου αγνή, αγάπη μου ξανθιά, κεχριμπαρένια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. μσν. λατ. resina (βλ. και λ. ῥητίνη)].
(II)
η, Ν
είδος βαμβακερού υφάσματος κατώτερης ποιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ύφασμα ονομάστηκε έτσι από τον υφαντουργό εργοστασιάρχη Θ. Ρετσίνα, που το πρωτοκατασκεύασε].