ῥήϊστος: Difference between revisions

From LSJ

ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed

Source
(36)
(6)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. [[ράϊστος]], -ΐστη, -ον, και επικ. και ιων. τ. [[ρηΐτατος]], -άτη, -ον, Α<br />(επικ. και ιων. τ.) (υπερθ. τ.) <b>βλ.</b> <i>ῥᾱστος</i>.
|mltxt=και δωρ. τ. [[ράϊστος]], -ΐστη, -ον, και επικ. και ιων. τ. [[ρηΐτατος]], -άτη, -ον, Α<br />(επικ. και ιων. τ.) (υπερθ. τ.) <b>βλ.</b> <i>ῥᾱστος</i>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥήϊστος:''' ῥηΐτατος, ῥηΐτερος, βλ. [[ῥᾴδιος]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 840] u. ῥηΐτατος, ion. u. ep. superl. zu ῥᾴδιος, = ῥᾷστος, u. ῥηΐτερος, ep. compar. zu ῥᾴδιος, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

Sp. ion. de ῥᾴδιος.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ράϊστος, -ΐστη, -ον, και επικ. και ιων. τ. ρηΐτατος, -άτη, -ον, Α
(επικ. και ιων. τ.) (υπερθ. τ.) βλ. ῥᾱστος.

Greek Monotonic

ῥήϊστος: ῥηΐτατος, ῥηΐτερος, βλ. ῥᾴδιος.