ρίψη: Difference between revisions
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(36) |
m (Text replacement - "ῥῑψ" to "ῥῖψ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / | |mltxt=η / ῥῖψις, -ίψεως, ΝΜΑ [[ῥίπτω]]<br />το να ρίχνει [[κανείς]] [[κάτι]], [[βολή]], εκσφενδόνιση (α. «μέτρια [[ρίψη]], πολύ [[κάτω]] από το ατομικό του [[ρεκόρ]]» β. «τὴν ῥῖψιν αὐτῶν εἰς τὸν βυθόν», <b>Στράβ.</b><br />γ. «τοξικὴ καὶ πᾱσα ῥῖψις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι ρίψεις</i><br />τα αθλήματα του ακοντισμού, της σφαίρας, της σφύρας και του δίσκου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ῥίψεις ὀμμάτων» — ματιές<br />β) «ῥῖψις ὄμματος» — [[χαλάρωση]] βλεφάρου. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:10, 8 May 2022
Greek Monolingual
η / ῥῖψις, -ίψεως, ΝΜΑ ῥίπτω
το να ρίχνει κανείς κάτι, βολή, εκσφενδόνιση (α. «μέτρια ρίψη, πολύ κάτω από το ατομικό του ρεκόρ» β. «τὴν ῥῖψιν αὐτῶν εἰς τὸν βυθόν», Στράβ.
γ. «τοξικὴ καὶ πᾱσα ῥῖψις», Πλάτ.)
νεοελλ.
στον πληθ. οι ρίψεις
τα αθλήματα του ακοντισμού, της σφαίρας, της σφύρας και του δίσκου
αρχ.
φρ. α) «ῥίψεις ὀμμάτων» — ματιές
β) «ῥῖψις ὄμματος» — χαλάρωση βλεφάρου.