ρεκόρ

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. αθλητική επίδοση που ξεπερνά κάθε προηγούμενη στο είδος
2. (γενικά) η μεγαλύτερη επίδοση, ο μεγαλύτερος βαθμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. record < αγγλ. record (< λατ. recordor «θυμάμαι, αναλογίζομαι»)].