σαραντάπηχος: Difference between revisions
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
(36) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[σαραντάπηχος]], -η, -ον, ΝΜ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μήκος]] ή ύψος [[σαράντα]] πήχεων<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οι Σαραντάπηχοι</i><br /><b>(λαογρ.)</b> άνθρωποι που, σύμφωνα με την [[παράδοση]], ήταν ρωμαλέοι και πανύψηλοι και κατοικούσαν στο όρος Ίδη της Κρήτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σαράντα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πηχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήχυς]]), | |mltxt=-η, -ο / [[σαραντάπηχος]], -η, -ον, ΝΜ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μήκος]] ή ύψος [[σαράντα]] πήχεων<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οι Σαραντάπηχοι</i><br /><b>(λαογρ.)</b> άνθρωποι που, σύμφωνα με την [[παράδοση]], ήταν ρωμαλέοι και πανύψηλοι και κατοικούσαν στο όρος Ίδη της Κρήτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σαράντα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πηχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήχυς]]), [[πρβλ]]. [[τετράπηχος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:32, 10 May 2023
Greek Monolingual
-η, -ο / σαραντάπηχος, -η, -ον, ΝΜ
1. αυτός που έχει μήκος ή ύψος σαράντα πήχεων
2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Σαραντάπηχοι
(λαογρ.) άνθρωποι που, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ρωμαλέοι και πανύψηλοι και κατοικούσαν στο όρος Ίδη της Κρήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαράντα + -πηχος (< πήχυς), πρβλ. τετράπηχος].