σιτόχρους: Difference between revisions
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
(37) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=σιτόχρους | |||
|Medium diacritics=σιτόχρους | |||
|Low diacritics=σιτόχρους | |||
|Capitals=ΣΙΤΟΧΡΟΥΣ | |||
|Transliteration A=sitóchrous | |||
|Transliteration B=sitochrous | |||
|Transliteration C=sitochrous | |||
|Beta Code=sito/xrous | |||
|Definition=-ουν,''contr.'' for [[σιτόχροος]]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ουν, ΝΜΑ, και ως ασυναίρ. [[σιτόχροος]], -οον, Α<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ώριμου σίτου, [[σιταρόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> / -<i>χροος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[χρώμα]], [[επιδερμίδα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πυρό</i>-<i>χρους</i>]. | |mltxt=-ουν, ΝΜΑ, και ως ασυναίρ. [[σιτόχροος]], -οον, Α<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ώριμου σίτου, [[σιταρόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> / -<i>χροος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[χρώμα]], [[επιδερμίδα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πυρό</i>-<i>χρους</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:07, 31 January 2021
English (LSJ)
-ουν,contr. for σιτόχροος.
Greek Monolingual
-ουν, ΝΜΑ, και ως ασυναίρ. σιτόχροος, -οον, Α
αυτός που έχει το χρώμα του ώριμου σίτου, σιταρόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -χρους / -χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. πυρό-χρους].