σμινύδιον: Difference between revisions

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
(38)
(4)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[σμινύη]]<br />υποκορ. του [[σμινύη]].
|mltxt=τὸ, Α [[σμινύη]]<br />υποκορ. του [[σμινύη]].
}}
{{elru
|elrutext='''σμῐνύδιον:''' τό небольшая кирка Arph.
}}
}}

Revision as of 06:56, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 911] τό, dim. von σμινύη (?).

Greek (Liddell-Scott)

σμῐνύδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 372.

Greek Monolingual

τὸ, Α σμινύη
υποκορ. του σμινύη.

Russian (Dvoretsky)

σμῐνύδιον: τό небольшая кирка Arph.