στερεύω: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(38)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[στειρεύω]] Ν<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[σταματώ]] να ρέω, ξεραίνομαι («στέρεψε η [[πηγή]]»)<br /><b>2.</b> (σπάν. μτβ.) (σχετικά με [[υγρό]]) [[χύνω]] ώσπου να εξαντληθεί, [[στεγνώνω]] («άσε τον οίκτο [[τότε]] τον ανθρώπινο / τα ταπεινά του δάκρυα να στερέψη», Πορφύρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[στειρεύω]] <span style="color: red;"><</span> [[στείρος]], ενώ ο τ. [[στερεύω]] <span style="color: red;"><</span> [[στειρεύω]], με [[τροπή]] του /i/ σε /e/ [[πριν]] από [[υγρό]] [[σύμφωνο]] (<b>πρβλ.</b> [[σίδηρος]] &GT; [[σίδερο]])].
|mltxt=και [[στειρεύω]] Ν<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[σταματώ]] να ρέω, ξεραίνομαι («στέρεψε η [[πηγή]]»)<br /><b>2.</b> (σπάν. μτβ.) (σχετικά με [[υγρό]]) [[χύνω]] ώσπου να εξαντληθεί, [[στεγνώνω]] («άσε τον οίκτο [[τότε]] τον ανθρώπινο / τα ταπεινά του δάκρυα να στερέψη», Πορφύρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[στειρεύω]] <span style="color: red;"><</span> [[στείρος]], ενώ ο τ. [[στερεύω]] <span style="color: red;"><</span> [[στειρεύω]], με [[τροπή]] του /i/ σε /e/ [[πριν]] από [[υγρό]] [[σύμφωνο]] (<b>πρβλ.</b> [[σίδηρος]] > [[σίδερο]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:25, 15 January 2019

Greek Monolingual

και στειρεύω Ν
1. (αμτβ.) σταματώ να ρέω, ξεραίνομαι («στέρεψε η πηγή»)
2. (σπάν. μτβ.) (σχετικά με υγρό) χύνω ώσπου να εξαντληθεί, στεγνώνω («άσε τον οίκτο τότε τον ανθρώπινο / τα ταπεινά του δάκρυα να στερέψη», Πορφύρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. στειρεύω < στείρος, ενώ ο τ. στερεύω < στειρεύω, με τροπή του /i/ σε /e/ πριν από υγρό σύμφωνο (πρβλ. σίδηρος > σίδερο)].