στερνός: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit

Menander, Monostichoi, 235
(38)
 
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> [[κατοπινός]], ύστερος<br /><b>2.</b> ύστατος, [[έσχατος]], [[τελευταίος]] («ήρθε η στερνή σου ώρα», Γρυπ.)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα [[στερνά]]<br />τα [[γηρατειά]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «καλά [[στερνά]]»<br />(ως [[ευχή]]) καλά [[γεράματα]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «στερνή μου [[γνώση]] να σ' είχα [[πρώτα]]» — λέγεται για τις περιπτώσεις που [[κάποιος]] μετανοεί για απερίσκεπτες πράξεις που έκανε ή για [[λόγια]] που είπε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[υστερνός]] (με σίγηση του αρκτικού άτονου <i>υ</i>-) <span style="color: red;"><</span> [[υστερινός]]].
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> [[κατοπινός]], ύστερος<br /><b>2.</b> ύστατος, [[έσχατος]], [[τελευταίος]] («ήρθε η στερνή σου ώρα», Γρυπ.)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[στερνά]]<br />τα [[γηρατειά]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «καλά [[στερνά]]»<br />(ως [[ευχή]]) καλά [[γεράματα]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «στερνή μου [[γνώση]] να σ' είχα [[πρώτα]]» — λέγεται για τις περιπτώσεις που [[κάποιος]] μετανοεί για απερίσκεπτες πράξεις που έκανε ή για [[λόγια]] που είπε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[υστερνός]] (με σίγηση του αρκτικού άτονου <i>υ</i>-) <span style="color: red;"><</span> [[υστερινός]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. κατοπινός, ύστερος
2. ύστατος, έσχατος, τελευταίος («ήρθε η στερνή σου ώρα», Γρυπ.)
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα στερνά
τα γηρατειά
4. φρ. «καλά στερνά»
(ως ευχή) καλά γεράματα
5. παροιμ. «στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα» — λέγεται για τις περιπτώσεις που κάποιος μετανοεί για απερίσκεπτες πράξεις που έκανε ή για λόγια που είπε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υστερνός (με σίγηση του αρκτικού άτονου υ-) < υστερινός].