στρεβλωτής: Difference between revisions
From LSJ
δύστανοι καὶ πολύμοχθοι ματέρες Ἅιδᾳ τίκτουσαι τέκνα → wretched and much-enduring mothers, giving birth to children for Hades
(38) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=strevlotis | |Transliteration C=strevlotis | ||
|Beta Code=streblwth/s | |Beta Code=streblwth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ,= <b class="b3">στρεβλωτήριον</b>, Lat. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=οῦ, ὁ,= <b class="b3">στρεβλωτήριον</b>, Lat. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[eculeus]], Gloss.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:10, 28 June 2020
English (LSJ)
οῦ, ὁ,= στρεβλωτήριον, Lat.
A eculeus, Gloss.
German (Pape)
[Seite 953] ὁ, der Folterer, Peiniger, Sp. – Auch = στρεβλωτήριον, Philoxen. gloss.
Greek (Liddell-Scott)
στρεβλωτής: -οῦ, ὁ, = στρεβλωτήριον, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και θηλ. στρεβλώτρια Ν [[στρεβλῶ, -ώνω]]
νεοελλ.
1. αυτός που στρεβλώνει κάτι
2. μτφ. αυτός που διαστρέφει κάτι, που διαστρεβλώνει κάτι («στρεβλωτής της αλήθειας»)
αρχ.
η στρέβλη, το στρεβλωτήριο.