συμπονώ: Difference between revisions

From LSJ

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=συμπονῶ, -έω, ΝΜΑ και συμπονάω Ν [[πονώ]]<br />[[συναισθάνομαι]] τον πόνο κάποιου άλλου, [[συμπάσχω]] με κάποιον (α. «δεν βρέθηκε [[κανείς]] να τήν συμπονέσει» β. «συμπονῶν καὶ συναλγῶν τοῑς κακοπαθοῡσι», Πλούτ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοπιάζω]] [[μαζί]] με άλλον.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=συμπονῶ, -έω, ΝΜΑ και συμπονάω Ν [[πονώ]]<br />[[συναισθάνομαι]] τον πόνο κάποιου άλλου, [[συμπάσχω]] με κάποιον (α. «δεν βρέθηκε [[κανείς]] να τήν συμπονέσει» β. «συμπονῶν καὶ συναλγῶν τοῑς κακοπαθοῡσι», Πλούτ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοπιάζω]] [[μαζί]] με άλλον.
|mltxt=συμπονῶ, -έω, ΝΜΑ και συμπονάω Ν [[πονώ]]<br />[[συναισθάνομαι]] τον πόνο κάποιου άλλου, [[συμπάσχω]] με κάποιον (α. «δεν βρέθηκε [[κανείς]] να τήν συμπονέσει» β. «συμπονῶν καὶ συναλγῶν τοῑς κακοπαθοῡσι», Πλούτ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοπιάζω]] [[μαζί]] με άλλον.
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Greek Monolingual

συμπονῶ, -έω, ΝΜΑ και συμπονάω Ν πονώ
συναισθάνομαι τον πόνο κάποιου άλλου, συμπάσχω με κάποιον (α. «δεν βρέθηκε κανείς να τήν συμπονέσει» β. «συμπονῶν καὶ συναλγῶν τοῑς κακοπαθοῡσι», Πλούτ)
αρχ.
κοπιάζω μαζί με άλλον.

Greek Monolingual

συμπονῶ, -έω, ΝΜΑ και συμπονάω Ν πονώ
συναισθάνομαι τον πόνο κάποιου άλλου, συμπάσχω με κάποιον (α. «δεν βρέθηκε κανείς να τήν συμπονέσει» β. «συμπονῶν καὶ συναλγῶν τοῑς κακοπαθοῡσι», Πλούτ)
αρχ.
κοπιάζω μαζί με άλλον.