συναρχηγός: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=ο, Ν<br />ο από κοινού [[αρχηγός]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αρχηγός]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στον Αθ. Χριστόπουλο].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, Ν<br />ο από κοινού [[αρχηγός]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αρχηγός]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στον Αθ. Χριστόπουλο].
|mltxt=ο, Ν<br />ο από κοινού [[αρχηγός]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αρχηγός]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στον Αθ. Χριστόπουλο].
}}
}}

Revision as of 12:38, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο, Ν
ο από κοινού αρχηγός με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + αρχηγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στον Αθ. Χριστόπουλο].

Greek Monolingual

ο, Ν
ο από κοινού αρχηγός με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + αρχηγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στον Αθ. Χριστόπουλο].