συγκατοικτίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(39) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />[[θρηνολογώ]] [[μαζί]] με άλλον ή με άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κατοικτίζομαι</i> «[[θρηνώ]] για τον εαυτό μου»]. | |mltxt=Α<br />[[θρηνολογώ]] [[μαζί]] με άλλον ή με άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κατοικτίζομαι</i> «[[θρηνώ]] για τον εαυτό μου»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συγκατοικτίζομαι:''' Αττ. μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>, Μέσ., [[θρηνώ]] μαζί, από κοινού, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 30 December 2018
English (LSJ)
Med., fut. -ιοῦμαι,
A lament with or together, S. Tr.535.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατοικτίζομαι: Μεσ., κατοικτίζομαι, θρηνολογῶ ὁμοῦ, Σοφ. Τρ. 535.
French (Bailly abrégé)
déplorer ensemble.
Étymologie: σύν, κατά, οἰκτίζω.
Greek Monolingual
Α
θρηνολογώ μαζί με άλλον ή με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατοικτίζομαι «θρηνώ για τον εαυτό μου»].
Greek Monolingual
Α
θρηνολογώ μαζί με άλλον ή με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατοικτίζομαι «θρηνώ για τον εαυτό μου»].
Greek Monotonic
συγκατοικτίζομαι: Αττ. μέλ. -ιοῦμαι, Μέσ., θρηνώ μαζί, από κοινού, σε Θουκ.