συμπτωματολογία: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέωνSenum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit

Menander, Monostichoi, 107
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>ιατρ.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών νοσηρών φαινομένων, υποκειμενικών και αντικειμενικών, που χαρακτηρίζουν μια νόσο<br /><b>2.</b> <b>(φυτοπαθολ.)</b> [[κλάδος]] της φυτοπαθολογίας ο [[οποίος]] έχει ως [[αντικείμενο]] την [[περιγραφή]] και [[κατάταξη]] τών συμπτωμάτων που εμφανίζουν οι ασθένειες τών [[φυτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύμπτωμα]], -<i>ώματος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λογία]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1813 στο περιοδικό <i>Λόγιος [[Ερμής]]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>ιατρ.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών νοσηρών φαινομένων, υποκειμενικών και αντικειμενικών, που χαρακτηρίζουν μια νόσο<br /><b>2.</b> <b>(φυτοπαθολ.)</b> [[κλάδος]] της φυτοπαθολογίας ο [[οποίος]] έχει ως [[αντικείμενο]] την [[περιγραφή]] και [[κατάταξη]] τών συμπτωμάτων που εμφανίζουν οι ασθένειες τών [[φυτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύμπτωμα]], -<i>ώματος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λογία]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1813 στο περιοδικό <i>Λόγιος [[Ερμής]]].
|mltxt=η, Ν<br /><b>ιατρ.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών νοσηρών φαινομένων, υποκειμενικών και αντικειμενικών, που χαρακτηρίζουν μια νόσο<br /><b>2.</b> <b>(φυτοπαθολ.)</b> [[κλάδος]] της φυτοπαθολογίας ο [[οποίος]] έχει ως [[αντικείμενο]] την [[περιγραφή]] και [[κατάταξη]] τών συμπτωμάτων που εμφανίζουν οι ασθένειες τών [[φυτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύμπτωμα]], -<i>ώματος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λογία]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1813 στο περιοδικό <i>Λόγιος [[Ερμής]]].
}}
}}

Latest revision as of 19:45, 27 September 2022

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ.
1. το σύνολο τών νοσηρών φαινομένων, υποκειμενικών και αντικειμενικών, που χαρακτηρίζουν μια νόσο
2. (φυτοπαθολ.) κλάδος της φυτοπαθολογίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο την περιγραφή και κατάταξη τών συμπτωμάτων που εμφανίζουν οι ασθένειες τών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμπτωμα, -ώματος + -λογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1813 στο περιοδικό Λόγιος Ερμής].