συμπλάστης: Difference between revisions
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπλάστης''': ὁ, ὁ συμπλάσας, Ἰσίδ. Θεσσαλ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 139, σ. 105. | |lstext='''συμπλάστης''': ὁ, ὁ συμπλάσας, Ἰσίδ. Θεσσαλ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 139, σ. 105. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> το [[σύνολο]] τών πρωτοπλαστών τών κυττάρων του φυτού ως μία [[ενότητα]], δεδομένου ότι οι πρωτοπλάστες τών μεμονωμένων κυττάρων συνδέονται με πλασμοδέσμες μέσω τών κυτταρικών τοιχωμάτων<br /><b>μσν.</b><br />[[συνδημιουργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>symplast</i>]. | |mltxt=ο, ΝΜ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> το [[σύνολο]] τών πρωτοπλαστών τών κυττάρων του φυτού ως μία [[ενότητα]], δεδομένου ότι οι πρωτοπλάστες τών μεμονωμένων κυττάρων συνδέονται με πλασμοδέσμες μέσω τών κυτταρικών τοιχωμάτων<br /><b>μσν.</b><br />[[συνδημιουργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>symplast</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:43, 27 September 2022
Greek (Liddell-Scott)
συμπλάστης: ὁ, ὁ συμπλάσας, Ἰσίδ. Θεσσαλ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 139, σ. 105.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ
νεοελλ.
βοτ. το σύνολο τών πρωτοπλαστών τών κυττάρων του φυτού ως μία ενότητα, δεδομένου ότι οι πρωτοπλάστες τών μεμονωμένων κυττάρων συνδέονται με πλασμοδέσμες μέσω τών κυτταρικών τοιχωμάτων
μσν.
συνδημιουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πλάστης (< πλάσσω). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. symplast].