συμπλάστης
From LSJ
πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same
Greek (Liddell-Scott)
συμπλάστης: ὁ, ὁ συμπλάσας, Ἰσίδ. Θεσσαλ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 139, σ. 105.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ
νεοελλ.
βοτ. το σύνολο τών πρωτοπλαστών τών κυττάρων του φυτού ως μία ενότητα, δεδομένου ότι οι πρωτοπλάστες τών μεμονωμένων κυττάρων συνδέονται με πλασμοδέσμες μέσω τών κυτταρικών τοιχωμάτων
μσν.
συνδημιουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πλάστης (< πλάσσω). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. symplast].