συνδιασπώ: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=-άω, ΜΑ<br />[[διασπώ]] [[κάτι]] βίαια από κοινού ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-άω, ΜΑ<br />[[διασπώ]] [[κάτι]] βίαια από κοινού ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]].
|mltxt=-άω, ΜΑ<br />[[διασπώ]] [[κάτι]] βίαια από κοινού ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
}}

Latest revision as of 20:11, 27 September 2022

Greek Monolingual

-άω, ΜΑ
διασπώ κάτι βίαια από κοινού ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο.