συνδιασώζω: Difference between revisions
From LSJ
τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda
(39) |
(1b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[διασώζω]] από κοινού με άλλους, [[βοηθώ]] κι εγώ στη [[διάσωση]] προσώπων ή πραγμάτων («συνδιέσωσε καὶ τὰ ὅπλα καὶ αὐτὸν ἐμέ», <b>Πλάτ.</b>). | |mltxt=ΜΑ<br />[[διασώζω]] από κοινού με άλλους, [[βοηθώ]] κι εγώ στη [[διάσωση]] προσώπων ή πραγμάτων («συνδιέσωσε καὶ τὰ ὅπλα καὶ αὐτὸν ἐμέ», <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=to [[assist]] in preserving, Thuc., Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:15, 9 January 2019
German (Pape)
[Seite 1008] (s. σώζω), mit od. zugleich retten, erhalten; Thuc. 4, 62. 6, 89 u. öfter; καὶ τὰ ὅπλα καὶ αὐτὸν ἐμέ, Plat. Conv. 220 e; Isocr. 19, 20; συνδιασῶσαί μοι τὴν οὐσίαν, Dem. 28, 15.
Greek Monolingual
ΜΑ
διασώζω από κοινού με άλλους, βοηθώ κι εγώ στη διάσωση προσώπων ή πραγμάτων («συνδιέσωσε καὶ τὰ ὅπλα καὶ αὐτὸν ἐμέ», Πλάτ.).
Greek Monolingual
ΜΑ
διασώζω από κοινού με άλλους, βοηθώ κι εγώ στη διάσωση προσώπων ή πραγμάτων («συνδιέσωσε καὶ τὰ ὅπλα καὶ αὐτὸν ἐμέ», Πλάτ.).
Middle Liddell
to assist in preserving, Thuc., Dem.