τριγωνίστρια: Difference between revisions
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
(41) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α<br />[[γυναίκα]] που έπαιζε το μουσικό όργανο [[τρίγωνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίγωνον]] «τριγωνοειδές μουσικό όργανο» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. <i>ίστρια</i> (<span style="color: red;"><</span> ρ. σε -<i>ίζω</i>)]. | |mltxt=ἡ, Α<br />[[γυναίκα]] που έπαιζε το μουσικό όργανο [[τρίγωνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίγωνον]] «τριγωνοειδές μουσικό όργανο» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. <i>ίστρια</i> (<span style="color: red;"><</span> ρ. σε -<i>ίζω</i>)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρῐγωνίστρια:''' ἡ играющая на тригоне, арфистка Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:48, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A a woman who plays the τρίγωνον (11.2), Luc.Lex.8.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐγωνίστρια: ἡ, γυνὴ παίζουσα τὸ τρίγωνον (ΙΙ. 2)˙ ψάλτρια τριγώνου, Λουκ. Λεξιφ. 8.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
joueuse de harpe.
Étymologie: τρίγωνον.
Greek Monolingual
ἡ, Α
γυναίκα που έπαιζε το μουσικό όργανο τρίγωνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγωνον «τριγωνοειδές μουσικό όργανο» + κατάλ. ίστρια (< ρ. σε -ίζω)].
Russian (Dvoretsky)
τρῐγωνίστρια: ἡ играющая на тригоне, арфистка Luc.