Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υμείς: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
(42)
 
m (Text replacement - "ὑμεῑς" to "ὑμεῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὑμεῑς ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[υμές]], και αιολ. τ. [[ὔμμες]] Α<br />(ονομ. πληθ. της προσ. αντων. β' πρόσ. <i>συ</i>) <i>εσείς</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. του πληθυντικού του β' προσώπου της προσωπικής αντωνυμίας ανάγονται σε ΙΕ τ. (<i>y</i>)<i>us</i>-(<i>s</i>)<i>me</i> (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>v</i><i>ō</i><i>s</i>, αρχ. ινδ. <i>yusm</i><i>ā</i><i>n</i>) και [[είναι]] ανάλογοι στον σχηματισμό και την [[κλίση]] τους με τους τ. του α' προσώπου (<b>βλ. λ.</b> [[ἡμεῖς]]). Στην ονομαστική μαρτυρούνται οι τ. αιολ. [[ὔμμες]], δωρ. [[ὑμές]], στη γενική ο αιολ. τ. <i>ὐμμέων</i>, ο δωρ. <i>ὑμέων</i>, ο ομηρ. <i>ὑμείων</i>, στη [[δοτική]] οι τ. [[ὔμμι]] και <i>ὔμμιν</i> στον Όμηρο, και <i>ὑμίν</i> στη δωρική και, [[τέλος]], στην [[αιτιατική]] ο αιολ. τ. [[ὔμμε]] και δωρ. <i>ὑμέ</i>. Στην ιωνική και αττική διάλεκτο η [[κλίση]] ακολουθεί το [[πρότυπο]] του α' προσώπου: [[ὑμεῖς]], <i>ὑμῶν</i>, <i>ὑμῖν</i>, <i>ὑμέας</i> / <i>ὑμᾶς</i>. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ο τ. <i>εσείς</i> / [[σεις]], από το θ. του εν. <i>σύ</i> και [[κατά]] το [[πρότυπο]] του <i>εμείς</i>].
|mltxt=ὑμεῖς ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[υμές]], και αιολ. τ. [[ὔμμες]] Α<br />(ονομ. πληθ. της προσ. αντων. β' πρόσ. <i>συ</i>) <i>εσείς</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. του πληθυντικού του β' προσώπου της προσωπικής αντωνυμίας ανάγονται σε ΙΕ τ. (<i>y</i>)<i>us</i>-(<i>s</i>)<i>me</i> (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>v</i><i>ō</i><i>s</i>, αρχ. ινδ. <i>yusm</i><i>ā</i><i>n</i>) και [[είναι]] ανάλογοι στον σχηματισμό και την [[κλίση]] τους με τους τ. του α' προσώπου (<b>βλ. λ.</b> [[ἡμεῖς]]). Στην ονομαστική μαρτυρούνται οι τ. αιολ. [[ὔμμες]], δωρ. [[ὑμές]], στη γενική ο αιολ. τ. <i>ὐμμέων</i>, ο δωρ. <i>ὑμέων</i>, ο ομηρ. <i>ὑμείων</i>, στη [[δοτική]] οι τ. [[ὔμμι]] και <i>ὔμμιν</i> στον Όμηρο, και <i>ὑμίν</i> στη δωρική και, [[τέλος]], στην [[αιτιατική]] ο αιολ. τ. [[ὔμμε]] και δωρ. <i>ὑμέ</i>. Στην ιωνική και αττική διάλεκτο η [[κλίση]] ακολουθεί το [[πρότυπο]] του α' προσώπου: [[ὑμεῖς]], <i>ὑμῶν</i>, <i>ὑμῖν</i>, <i>ὑμέας</i> / <i>ὑμᾶς</i>. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ο τ. <i>εσείς</i> / [[σεις]], από το θ. του εν. <i>σύ</i> και [[κατά]] το [[πρότυπο]] του <i>εμείς</i>].
}}
}}

Latest revision as of 13:05, 28 March 2021

Greek Monolingual

ὑμεῖς ΝΜΑ, και δωρ. τ. υμές, και αιολ. τ. ὔμμες Α
(ονομ. πληθ. της προσ. αντων. β' πρόσ. συ) εσείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. του πληθυντικού του β' προσώπου της προσωπικής αντωνυμίας ανάγονται σε ΙΕ τ. (y)us-(s)me (πρβλ. λατ. vōs, αρχ. ινδ. yusmān) και είναι ανάλογοι στον σχηματισμό και την κλίση τους με τους τ. του α' προσώπου (βλ. λ. ἡμεῖς). Στην ονομαστική μαρτυρούνται οι τ. αιολ. ὔμμες, δωρ. ὑμές, στη γενική ο αιολ. τ. ὐμμέων, ο δωρ. ὑμέων, ο ομηρ. ὑμείων, στη δοτική οι τ. ὔμμι και ὔμμιν στον Όμηρο, και ὑμίν στη δωρική και, τέλος, στην αιτιατική ο αιολ. τ. ὔμμε και δωρ. ὑμέ. Στην ιωνική και αττική διάλεκτο η κλίση ακολουθεί το πρότυπο του α' προσώπου: ὑμεῖς, ὑμῶν, ὑμῖν, ὑμέας / ὑμᾶς. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ο τ. εσείς / σεις, από το θ. του εν. σύ και κατά το πρότυπο του εμείς].