υμείς
Greek Monolingual
ὑμεῖς ΝΜΑ, και δωρ. τ. υμές, και αιολ. τ. ὔμμες Α
(ονομ. πληθ. της προσ. αντων. β' πρόσ. συ) εσείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. του πληθυντικού του β' προσώπου της προσωπικής αντωνυμίας ανάγονται σε ΙΕ τ. (y)us-(s)me (πρβλ. λατ. vōs, αρχ. ινδ. yusmān) και είναι ανάλογοι στον σχηματισμό και την κλίση τους με τους τ. του α' προσώπου (βλ. λ. ἡμεῖς). Στην ονομαστική μαρτυρούνται οι τ. αιολ. ὔμμες, δωρ. ὑμές, στη γενική ο αιολ. τ. ὐμμέων, ο δωρ. ὑμέων, ο ομηρ. ὑμείων, στη δοτική οι τ. ὔμμι και ὔμμιν στον Όμηρο, και ὑμίν στη δωρική και, τέλος, στην αιτιατική ο αιολ. τ. ὔμμε και δωρ. ὑμέ. Στην ιωνική και αττική διάλεκτο η κλίση ακολουθεί το πρότυπο του α' προσώπου: ὑμεῖς, ὑμῶν, ὑμῖν, ὑμέας / ὑμᾶς. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ο τ. εσείς / σεις, από το θ. του εν. σύ και κατά το πρότυπο του εμείς].