Συρακόσιος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
(40)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[Συρακόσιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> <i>Συρακουσιος</i>.
|mltxt=-α, -ο / [[Συρακόσιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> <i>Συρακουσιος</i>.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Syracusan, and as Subst. a Syracusan.
}}
}}

Revision as of 14:40, 9 January 2019

French (Bailly abrégé)

α, ον :
dor. et anc. att.
de Syracuse ; ἡ Συρακοσία le territoire de Syracuse.
Étymologie: Συράκουσαι.

English (Slater)

Σῠρᾱκόσιος
   1 Syracusan Συρακόσιον ἱπποχάρμαν βασιλῆα (O. 1.23) τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ (O. 6.18) pl. pro subs., Συρακοσίων ἀρχῷ (P. 1.73)

Greek Monolingual

-α, -ο / Συρακόσιος, -ία, -ον, ΝΜΑ
βλ. Συρακουσιος.

Middle Liddell

Syracusan, and as Subst. a Syracusan.