φαρμακώ: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(44)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-άω, Α [[φάρμακον]]<br /><b>1.</b> [[υποφέρω]] από την [[κατάποση]] φαρμάκου, δηλητηρίου<br /><b>2.</b> [[χρειάζομαι]] [[φάρμακο]] ή θεραπευτική [[αγωγή]].———————— <b>(II)</b><br />-όω, Α<br /><b>βλ.</b> [[φαρμακώνω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-άω, Α [[φάρμακον]]<br /><b>1.</b> [[υποφέρω]] από την [[κατάποση]] φαρμάκου, δηλητηρίου<br /><b>2.</b> [[χρειάζομαι]] [[φάρμακο]] ή θεραπευτική [[αγωγή]].<br /><b>(II)</b><br />-όω, Α<br /><b>βλ.</b> [[φαρμακώνω]].
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 10 January 2019

Greek Monolingual

(I)
-άω, Α φάρμακον
1. υποφέρω από την κατάποση φαρμάκου, δηλητηρίου
2. χρειάζομαι φάρμακο ή θεραπευτική αγωγή.
(II)
-όω, Α
βλ. φαρμακώνω.