Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φαρμακώνω

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

φαρμακῶ, -όω, ΝΑ φάρμακο(ν]]
δίνω σε κάποιον φαρμάκι και προκαλώ τον θάνατό του, δηλητηριάζω
νεοελλ.
1. ενεργώ ή συντελώ στο να αισθανθεί κάποιος πικρή γεύση («με τον καφέ που μού 'φτειαξες, μέ φαρμάκωσες»)
2. μτφ. επιφέρω σε κάποιον ψυχική πικρία, τον θλίβω, τον καταστενοχωρώ («μέ φαρμάκωσες με όσα είπες»)
3. (αμτβ.) α) τρώγω κάτι κρυφά και καθ' υπερβολήν
β) (το β' εν. και το β΄ πληθ. πρόσ. προστ. αορ.) φαρμάκωσε και φαρμακώστε
(ως υβριστική φρ.) (σχετικά με έδεσμα ή ποτό) φάε ή πιες («άντε φαρμάκωσε να τελειώνουμε»)
αρχ.
1. αναμιγνύω κάτι με φάρμακο
2. παθ. φαρμακοῦμαι, -όομαι
α) μαγεύομαι, γοητεύομαι
β) (για βέλος) εμβαπτίζομαι σε δηλητήριο.