τροῦλλος: Difference between revisions
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
(42) |
(4b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / τροῡλλος, ΝΜΑ, και τρούλος, Ν<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />θολωτή [[στέγη]], [[θόλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] δοχείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>trulla</i> «[[είδος]] δοχείου» με [[αλλαγή]] γένους, πιθ. [[κατά]] το [[θόλος]], <i>ο</i>]. | |mltxt=ο / τροῡλλος, ΝΜΑ, και τρούλος, Ν<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />θολωτή [[στέγη]], [[θόλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] δοχείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>trulla</i> «[[είδος]] δοχείου» με [[αλλαγή]] γένους, πιθ. [[κατά]] το [[θόλος]], <i>ο</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τροῦλλος:''' ὁ (лат. trullus) купол Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:56, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ, a kind of vessel, ἐν τ. μεγάλῳ ὑελίνῳ περιπηλώσαντες Zos.Alch.p.164 B.; οὐκ ἐῶντες καπνὸν διὰ τοῦ τ. ἀναδοθῆναι ibid.
Greek (Liddell-Scott)
τροῦλλος: ὁ, θόλος ἐκκλησίας, Σύνοδος Κων/πόλεως Γ΄ 640, Μαλάλ. 489, 19, Στέφ. Διάκ. 1144D, Κωδινὸς 141.
Greek Monolingual
ο / τροῡλλος, ΝΜΑ, και τρούλος, Ν
νεοελλ.-μσν.
θολωτή στέγη, θόλος
αρχ.
είδος δοχείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. trulla «είδος δοχείου» με αλλαγή γένους, πιθ. κατά το θόλος, ο].
Russian (Dvoretsky)
τροῦλλος: ὁ (лат. trullus) купол Anth.