χολώ: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(46)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-άω, Α [[χολή]]<br /><b>1.</b> κατέχομαι από [[μελαγχολία]] («ὅ δὲ χολᾱν ποιεῑ, γάστριν καλοῡσι καὶ λάμυρον», Επικρ.)<br /><b>2.</b> οργίζομαι, χολώνομαι («ἐμοὶ χολᾱτε ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ ἐποίησα ἐν σαββάτῳ», ΚΔ).———————— <b>(II)</b><br />-έω, Μ [[χολή]]<br />οργίζομαι.———————— <b>(III)</b><br />-όω, Α<br /><b>βλ.</b> [[χολώνω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-άω, Α [[χολή]]<br /><b>1.</b> κατέχομαι από [[μελαγχολία]] («ὅ δὲ χολᾱν ποιεῑ, γάστριν καλοῡσι καὶ λάμυρον», Επικρ.)<br /><b>2.</b> οργίζομαι, χολώνομαι («ἐμοὶ χολᾱτε ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ ἐποίησα ἐν σαββάτῳ», ΚΔ).<br /><b>(II)</b><br />-έω, Μ [[χολή]]<br />οργίζομαι.<br /><b>(III)</b><br />-όω, Α<br /><b>βλ.</b> [[χολώνω]].
}}
}}

Revision as of 12:10, 10 January 2019

Greek Monolingual

(I)
-άω, Α χολή
1. κατέχομαι από μελαγχολία («ὅ δὲ χολᾱν ποιεῑ, γάστριν καλοῡσι καὶ λάμυρον», Επικρ.)
2. οργίζομαι, χολώνομαι («ἐμοὶ χολᾱτε ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ ἐποίησα ἐν σαββάτῳ», ΚΔ).
(II)
-έω, Μ χολή
οργίζομαι.
(III)
-όω, Α
βλ. χολώνω.