πωγωνοτροφία
From LSJ
Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht
English (LSJ)
ἡ, letting the beard grow, ib.352c (pl.).
German (Pape)
[Seite 826] ἡ, das Wachsenlassen des Bartes, Plut. de Is. et Osir. 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
habitude de laisser croître sa barbe.
Étymologie: πώγων, τρέφω.
Greek Monolingual
ἡ, Α πωγωνοτροφῶ
το να αφήσει κανείς γένια.
Russian (Dvoretsky)
πωγωνοτροφία: ἡ отращивание бороды Plut.